- связь
- -и, προθτ. о связи, в связиκ. в связи θ.1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•
связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•
торговые связи εμπορικές σχέσεις•
хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•
родственные -и συγγενικοί δεσμοί-
αλληλοσύνδεση•установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•
причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•
взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•
логическая связь λογική σχέση.
|| αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.
2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•нравственная связь ηθικός δεσμός•
она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•
поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•
прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•
дружеская связь φιλικός δεσμός•
пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).
3. επικοινωνία•телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•
средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•
связь с городом επικοινωνία με την πόλη.
4. ένωση, κόλλημα•связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.
5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.εκφρ.в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•в -й – με την ευκαιρία.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.